φρύγετρο(ν)

φρύγετρο(ν)
το жаровня (для кофе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φρύγετρο(ν)" в других словарях:

  • φρύγετρο — το / φρύγετρον, ΝΑ καβουρντιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φρύγετρον ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + επίθημα ε τρον (βλ. και λ. τρον)] …   Dictionary of Greek

  • φώγανον — τὸ, Α σκεύος για ψήσιμο κριθαριού, φρύγετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώγω + επίθημα ανον (πρβλ. τρύπ ανον, φρύγ ανον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»